This PDF 1.4 document has been generated by Acrobat PDFMaker 8.1 for Word / Acrobat Distiller 8.1.0 (Windows), and has been sent on pdf-archive.com on 23/09/2014 at 10:08, from IP address 46.176.x.x.
The current document download page has been viewed 872 times.
File size: 3.33 MB (63 pages).
Privacy: public file
Ἡ Ὁμολογιακὴ Πορεία
τῆς Γνησίας Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ἐν τοῖς Κατακόμβοις καὶ ἐν τῇ Ἐξορίᾳ
(1918‐2008)
Σταῦρος Μάρκου
2010
Τὸ 1897 ὁ Ἅγ. Τύχων (Μπέλαβιν) ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος
Λουμπλῖνου τῆς Πολωνίας. Τὸ 1898
ἐνθρονήσθη Ἐπίσκοπος Ἀλάσκας καὶ Νήσων
Ἀλευτιανῶν. Τὸ 1907 ἐνεθρονήσθη Ἐπίσκοπος
Ἰαροσλαβλίου Ρωσίας. Τὸ 1913 ἐνεθρονήσθη
Ἐπίσκοπος Βίλνας Λιθουανίας. Τὸ 1917
ἐνεθρονήσθη Πατριάρχης Μόσχας καὶ πασῶν
τῶν Ρωσιῶν. Ἦτο ὁ τελευταίος νόμιμος
Πατριάρχης Μόσχας. Μὲ τὴν εὐλογία του
ἰδρύθηκαν ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τῶν
Κατακομβῶν καὶ ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τῆς
Διασπορᾶς. Ἐκοιμήθη τὴν 25ην Μαρτίου 1925.
Τὸ 1918, λόγῳ τοῦ κομμουνιστικοῦ
καθεστότος, οἱ ἐπίσκοποι τῆς Σιβηρίας δὲν
μποροῦσαν νὰ ἐπικοινωνήσουν με τὸν
Πατριάρχην Τύχονα. Διὰ τοῦτο ἰδρύθη μία
προσωρινὴ ἐκκλησιαστικὴ διοίκησις εἰς τὴν
Ὄμσκα τῆς Σιβηρίας ὑπὸ τὴν Προεδρία τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου Ὄμσκης καὶ Σιβηρίας κ.
Σιλβέστρου (Ὀλσέβσκι) τοῦ μετέπειτα
Νεομάρτυρος (+13.2.1920). Ἡ φωτογραφία τοῦ
βρίσκεται εἰς τὰ ἀριστερὰ.
Τὴν 19ην Μαΐου 1919, πάλι λόγῳ τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστότος οἱ
ἐπίσκοποι τῆς νοτίου Ρωσίας δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τὸν
Πατριάρχην Μόσχας. Ἀπεφάσησαν νὰ ἱδρύσουν μίαν προσωρινὴν
ἐκκλησιαστικὴ διοίκησιν εἰς τὴν Σταυρούπολιν τῆς
Ρωσίας ὑπὸ τὴν Προεδρείαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Σταυρουπόλεως κ. Ἀγαθοδώρου (+1919). Ἡ Σύνοδος
ἀπεφάσισεν νὰ ἐκλέξῃ ὡς Πρόεδρο τὸν
Ἀρχιεπίσκοπο Δονίου καὶ Νέας Κιρκασίας κ.
Μητροφάνη (Σιμάσκεβιτς) καὶ ὡς Ἀντιπρόεδρο τὸν
Ἀρχιεπίσκοπο Ταυρίδος καὶ Συμφερουπόλεως
Δημήτριο (Αμπασίτζε). Κατὰ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1919
οἱ ἐπίσκοποι συνεδρίασαν εἰς Αἰκατερινοδώρα ὅπου
ἐψήφησαν ὡς Πρόεδρον τὸν Μητροπολίτη Κιέβου
καὶ Γαλικίας κ. Ἀντώνιον (Χραποβίτσκι). Ἡ
φωτογραφία του βρίσκεται εἰς τὰ δεξιὰ.
Τὴν 7ην Νοεμβρίου 1920 ὁ Πατριάρχης Μόσχας κ.κ. Τύχων ἐξέδωσε
τὸν Πατριαρχικὸν καὶ Συνοδικὸν Τόμον ὑπ’ ἀριθ. 362, εἰς τὸν ὁποῖον
ἐπέτρεψεν ὅσους ἐπισκόπους βρισκόντουσαν μακριά ἀπὸ τὴν Μόσχα καὶ
δυσκολευόντουσαν νὰ ἐπικοινωνήσουν με τὸν Πατριάρχην, νὰ ἰδρύσουν
προσωρινὲς τοπικὲς ἐκκλησιαστικὲς διοικήσεις με τοπικὴν Ἱερὰν Σύνοδον
ἀποτελουμένη ἀπὸ τοὺς τοπικοὺς μητροπολίτας, ἀρχιεπισκόπους καὶ
ἐπισκόπους τῆς κάθε περιοχῆς. Τότε ἔλαβε Πατριαρχικὴν εὐλογίαν καὶ
Συνοδικὴν ἀναγνώρησιν ἡ Ρωσικὴ Σύνοδος τῆς Σταυρουπόλεως ὑπὸ τοῦ
Μητροπολίτου Κιέβου κ. Ἀντωνίου.
Τὴν 19ην Νοεμβρίου 1920 ὁ Μητροπολίτης Κιέβου καὶ Γαλικίας κ.
Ἀντώνιος καὶ πολλοὶ ἄλλοι Ἐπίσκοποι συνάχθησαν εἰς Κωνσταν‐
τινούπολιν διὰ συνεδρίασιν, ὅπου ἴδρυσαν ἐκ νέου τὴν «Προσωρινὴν
Ἐκκλησιαστικὴν Διοίκησιν» σύμφωνα μὲ τὸν ὑπ’ ἀριθ. 362 Πατριαρχικὸν
καὶ Συνοδικὸν Τόμον. Ἡ Προσωρινὴ Σύνοδος ἐξέλεξε τὴν Κωνσταν‐
τινούπολιν ὡς νέο κέντρο τῆς «Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Ἐξορίᾳ»
καὶ ἐκράτησε τὸν Μητροπολίτη Κιέβου καὶ Γαλικίας κ. Ἀντώνιον ὡς
Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων.
Τὴν 2αν Δεκεμβρίου 1920 ὁ Τοποτηρητὴς τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχικοῦ Θρόνου, Μητροπολίτης Προύσης Δωρόθεος, ἐνέκρινε
Συνοδικῶς (ὑπ’ ἀριθμ. 9084) τὸ κανονικὸν δίκαιον τοῦ Μητροπολίτου
Κιέβου κ. Ἀντονίου καὶ πάντων τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων νὰ ποιμένουν
τοὺς ἀπανταχοῦ Ρώσους Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὁποῦ ἐβρισκόντουσαν
ἐκτὸς τῆς Ρωσίας λόγῳ τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστότος. Ἀλλὰ ἀφοῦ ὁ
Μητροπολίτης Κιέβου κ. Ἀντώνιος διεμαρτυρήθη ἐναντίον τῆς οἰκουμε‐
νιστικῆς «Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920», ὁ Μητροπολίτης Προύσης
Δωρόθεος ἀκύρωσε ἀντικανονικῶς τὴν αὐτονομίαν τῶν Ρώσων
Ἐπισκόπων μὲ Πατριαρχικὴν Διαταγὴν ὅπως πάντες οἱ ἐβρισκομένοι ἐν
τῇ Διασπορᾷ Ρῶσοι ὑποταχθοῦν κατ’ εὐθείαν εἰς τὸ Οἰκουμενικὸν
Πατριαρχεῖον. Οἱ Ρῶσοι Ἐπίσκοποι δέν συνεφώνησαν με τὴν διαταγὴν.
Τὴν 21ην Ἀπριλίου 1921 ἡ Ἀρχιερατικὴ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Ἐξορίᾳ ἀπεφάσισεν νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν
Κωνσταντινούπολιν ἵνα ματαιωθοῦν αἱ ἀντικανονικαὶ προσπάθιαι τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ ἐντάξῃ τὴν Ρωσικὴν Ἑκκλησίαν τῆς
Διασπορᾶς. Ὁ Μητροπολίτης κ. Ἀντώνιος καὶ οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ρωσικῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Ἐξορία ἐμετέβησαν εἰς Σερβίαν. Τὴν 22αν
Ἰουλίου 1921, ὁ Μητροπολίτης κ. Ἀντώνιος καὶ οἱ Ρῶσοι Ἑπίσκοποι
συνεδρίασαν διὰ πρώτην φορὰν εἰς Σρέμσκι‐Καρλόβτσι (τῆς Σερβίας),
ὅπου ἐξέλεξαν τὴν πόλιν ταύτην ὡς ἐκκλησιαστικὸν κέντρον. Ἄπαντες οἱ
Ρῶσοι Ἐπίσκοποι, ἱερεὶς καὶ ἐνορίες στὴν Σερβία, Μοραβία, Πολωνία,
Ρουμανία, Βουλγαρία, Ἑλλάδα, Τουρκία, Συρία, Παλαιστίνη, Περσία,
Γερμανία, Γαλλία, Ἀγγλία, Ἱσπανία, Ἀφρικὴ, Κίνα, Ἰαπονία, Ἀμερικὴ,
Ἀλάσκα καὶ Καναδά ὑποτάχθηκαν εἰς τὴν Ρωσικὴν Σύνοδο τοῦ Σρέμσκι‐
Καρλόβτσι την Προεδρευομένη ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἀντωνίου.
Τὴν 9ην Δεκεμβρίου 1921 ὁ καθαιρεμένος πρώην Μητροπολίτης
«Ἀθηνῶν» Μελέτιος (Μεταξάκης), ὁ μασώνος καὶ αἱρεσιάρχης,
έχρησιμοποίησε τὰ μασωνικά του βίσματα νὰ καταλάβῃ τὸν θρόνο τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀμέσως ἴδρυσε ἀντικανονικῶς τὴν
«Ἑλληνορθόδοξον Μητρόπολιν Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας», τὴν
«Ἑλληνορθόδοξον Μητρόπολιν Δυτικῆς Εὐρώπης», τὴν «Ἑλληνορθόδοξον
Ἀρχιεπισκοπὴν Ἀμερικῆς» καὶ τὴν «Ἑλληνορθόδοξον Ἀρχιεπισκοπὴν
Αὐστραλίας» καὶ διέταξε ἄπαντας τοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Διασπορᾶς νὰ
ἐνταχθοῦν εἰς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Ἀλλὰ οἱ Ἐπίσκοποι τῆς
Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Ἐξορία δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὰς
ἀντικανονικὰς διαταγὰς τοῦ αἱρεσιάρχου Μελετίου Μεταξάκη.
Τουναντίον συνέχησαν νὰ διοικοῦν τὸ ποῖμνιό τους βάσει τοῦ Συνοδικοῦ
Τόμου τοῦ Πατριάρχου Τύχονα.
Τὴν 15ην Μαΐου 1922 ὁ Ρῶσος Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος (Γρανωβσκι)
ἀπεκήρυξεν τὸν Πατριάρχην Μόσχας κ.κ. Τύχονα καὶ ἐνθερονίσθη ὁ ἴδιος
ὡς «Μητροπολίτης Μόσχας». Ἔτσι ὁ Ἀντωνῖνος ἐδημιούργησε τὸ σχῖσμα
τῶν καινοτόμων Ρενοβατιανιστῶν (Νεωτεριστῶν) καὶ ἔλαβε τὴν ἔγκρισιν
τοῦ κομμουνιστικοῦ κράτους. Τὸ σχῖσμα τῶν Ρενοβατιανιστῶν κατεργήθη
με τὸν θάνατον τοῦ τελευταίου Ρενοβατιανιστοῦ «Μητροπολίτου
Μόσχας» Ἀλεξάνδρου (Ββεδένσκι) τὴν 8η Αυγούστου 1946.
Τὴν 13ην Σεπτεμβρίου 1922 ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος καὶ ἡ
Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς ἐκαταδίκασαν τὸν
Πνευματισμὸν, τὸν Μαγνητισμὸν, τὴν Θεοσοφίαν καὶ τὴν Μαγείαν.
Κατὰ τὸν Δεκέμβριον τοῦ 1922 ὁ νόμιμος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν
Θεόκλητος (Μηνόπουλος) ἐξεβλήθη ἐκ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου
ἀντικανονικῶς καὶ τὴν 23ην Φεβριαρίου 1923 ἐνεθρονίσθη ἀντικανονικῶς ὁ
Ἁρχιεπίσκοπος «Ἀθηνῶν» Χρυσόστομος (Παπαδόπουλος), μασώνος καὶ
μαθητὴς τοῦ Μελετίου (Μεταξάξη). Τὸ 1923 ὁ «Κωνσταντινουπόλεως»
Μελέτιος (Μεταξάκης) ἐναντιώθη εἰς τὴν διοίκησιν τοῦ Ρώσου
Μητροπολίτου Εὐλογίου στὴν Δυτικὴν Εὐρώπη διότι ὁ τελευταίος έμενε
ὑποταγμένος στὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καὶ δὲν ἐδέχετο νὰ
ὑποτάξῃ τὸ ποῖμνιό του στὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Τὸ 1923, ὁ
μασώνος καὶ αἱρεσιάρχης «Κωνσταντινουπόλεως» Μελέτιος (Μεταξάκης)
ἐκάλεσε τὸ «Πανορθόδοξον Συνέδριον» εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὅπου
μελετήθη τὸ θέμα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἑορτολογίου. Εἰς τὰς πρώτας πράξεις
τῆς Συνόδου ἔλαβε μέρος καὶ ὁ Ρῶσος Μητροπολίτης Κισσινάβου
Ἀναστάσιος (μετέπειτα Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας
τῆς Διασπορᾶς), ὁ ὁποῖος ἐναντιώθη εἰς τὰς ἀποφάσεις καὶ ἀναχώρησε.
Τὴν 22αν Μαΐου 1923 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς
Διασπορᾶς, ἀπέρειψε τὰς ἀποφάσεις τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» ὑπὸ
τοῦ Μελετίου (Μεταξάκη) περὶ μεταβολῆς τοῦ ἡμερολογίου, ἀθετήσεως
τῶν νηστειῶν, καὶ ἄλλων νεωτερισμῶν.
Τὴν 1ην Μαρτίου 1924 ὁ «Ἀθηνῶν» Χρυσόστομος (Παπαδόπουλος)
ἐπέβαλεν ἀντικανονικῶς τὴν μεταβολὴν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου
πρὸς τὸ «Διορθωμένον Ἰουλιανὸν Ἡμερολόγιον» χωρὶς τὴν ἔγκρισιν τῶν
Ὀρθοδόξων Πατριαρχιῶν καὶ Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Πρῶτος νὰ
διαμαρτυρηθῇ κατὰ τῆς ἀντικανονικῆς πράξεως ταύτης ἥτο ὁ
Μητροπολίτης Κιέβου κ. Ἀντώνιος, Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς. Ἐνῷ ὁ Πατριάρχης Σερβίας
Δημήτριος ἤθελε νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὸ αἴτημα τοῦ «Ἀθηνῶν» Χρυσοστόμου
καὶ νὰ εἰσαγάγῃ τὸ νέο ἡμερολόγιο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας, ὁ
Μητροπολίτης Ἀντώνιος τὸν ἔπεισε νὰ μὴν δεχθῇ τὴν καινοτομίαν. Ἔτσι
ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία ἔμεινε μὲ τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον λόγῳ τῆς
συμβουλῆς τοῦ Προέδρου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς.
Τὴν 30ην Ἀπριλίου 1924 ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
ἐπέβαλε ἀργίαν εἰς τοὺς Ρώσους Άρχιεπισκόπους Κισσινάβου
Ἀναστάσιον (Γκριμπανόβσκι) καὶ Ἀλάσκας Ἁλέξανδρον (Νεμολόβσκι) οἱ
ὁποῖοι κατοικοῦσαν τότε εἰς Κωνσταντινούπολιν. Ἡ Σύνοδος ἐπίσης
διέταξε ὅπως ὑποταχθοῦν αἱ Ρωσικαὶ ἐνορίαι καὶ κοινότηται εἰς τὸ
Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Τότε οἱ δύο Ρῶσοι Ἀρχιεπίσκοποι καὶ τὸ
ποῖμνιό τους ἀνεγκάσθησαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Κωνσταντινούπολιν.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος ἐμετέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ὄπου συνέπραξε
χειροτονίας νέων ἐπισκόπων μετὰ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων
Δαμιανοῦ. Ὁ Ἀρχπιεπίσκοπος Ἀλέξανδρος ἐμετέβη εἰς Σερβίαν ὅπου ἡ
Ρωσικὴ Σύνοδος τὸν ἐξέλεξε Ἀρχιεπίσκοπον Βρυξέλλων καὶ Βελγίου.
Τὸ 1924 τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἔστειλε ἐπιστολὴν εἰς τὸν
Πατριάρχην Σερβίας, ζητόντας τὴν κατάργησιν τῆς Συνόδου τῶν Ρώσων
τῆς Διασπορᾶς καὶ τὴν ἔνταξίν τους εἰς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον.
Ἀλλὰ ὁ Πατριάρχης Σερβίας Δημήτριος ἀπήντησεν ὅτι ἡ Ρωσικὴ Σύνοδος
Ἐκτὸς Ρωσίας ἔχει τὸ κανονικὸν δίκαιον νὰ ἀποτελῇ Αὐτόνομον
Ἐκκλησίαν μὲ κανονικὸν Πρόεδρον τὸν Μητροπολίτην Κιέβου Ἀντώνιον.
Τὴν 17ην Φεβρουαρίου 1925 ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος, Πρόεδρος
τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Ἐξορίᾳ, ἔστειλε
ἐπιστολὴ εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Κωνσταντῖνον, ἐλέγχοντάς
τον διὰ τὴν καινοτομίαν τοῦ νέου ἡμερολογίου καὶ ἐπιζητόντας τὴν
ἐπιστροφὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τὸ παλαιὸν
ἡμεορολόγιον. Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος ἔστειλε ἐπιστολὰς εἰς
τοὺς Πατριάρχας Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων,
ἐνθαρρύνοντάς τους ἵνα μὴν δεχθοῦν ποτὲ τὸ νέον ἡμερολόγιον.
Τὸ 1926 οἱ νεοημερολογιτικὴ Αὐτόνομος Ἐκκλησία τῆς Φιλλανδίας
(ὑποταγμένη εἰς τὸ νεοημερολογιτικὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον)
ἄρχησε διωγμὸν ἔναντι τῶν μοναχῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βαρλαάμ, διότι οἱ
μοναχοὶ ἐπέρειψαν τὸ νέον ἡμερολόγιον ὡς κακοδοξίαν. Διὰ τοῦτο
περίπου 30 μοναχοὶ διώχθηκαν ἀπὸ τὴν Μονὴ. Ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος
τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἐκάλεσεν τοὺς πρόσφηγας μοναχοὺς εἰς
Σερβίαν, ὅπου τοὺς προστάτεψε, κτόζοντας Μονὴ εἰς τὸ Μίλκωβον τῆς
Σερβίας μὲ Ἡγούμενο τὸν Ἀρχιμανδρίτην Ἀμβρόσιον (Κουργανώφ).
Τὸ 1926 ὁ Ρῶσος Ἀρχιεπίσκοπος Πολτάβας Θεοφάνης (Μπήστρωφ)
τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἔγραψε ὅτι ἡ μεταβολὴ τοῦ ἑορτολογίου
«...εἶναι μία ἀκραία διαταραχὴ καὶ ἐκκλησιαστικὸν σχῖσμα ὁποῦ σύρει
τοὺς ἀνθρώπους μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τοὺς καθιστεῖ
στεριμένους τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τινάζει τὸ δόγμα τῆς
ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ, ὡσὰν τὸν Ἄρειον, σχίζει τὸν χιτόνα τοῦ
Χριστοῦ, δηλαδὴ, παντοῦ χωρίζει τοὺς Ὀρθοδόξους, στερεῖ τὴν τῶν
πάντων συμμόρφωσιν, καταστρέφει τὸν δεσμὸν με τὴν Ἐκκλησιαστικὴν
Ἱερὰν Παράδοσιν, καὶ τοὺς καθιστεῖ ὑπόδικους
συνοδικῆς καταδίκης διὰ τὴν περιφρόνησιν τῆς
Παραδόσεως. Ἐρώτησις: Πῶς πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι
νὰ συμπεριφέρονται πρὸς τοὺς σχισματικοὺς
νεοημερολογίτας σύμφωνα με τοὺς ἱεροὺς κανόνας;
Ἀπάντησις: Δὲν πρέπει νὰ ἔχουσι καμμίαν
κοινωνίαν προσευχῆς μεθ’ αὺτῶν, ἀκόμα καὶ πρὶν
τὴν συνοδικήν των καταδίκην». Ὁ Άρχιεπίσκοπος
Θεοφάνης ἔζησε ὡς ἑρημίτης εἰς ἕνα σπήλαιον εἰς
τὴν Γαλλίαν. Ἐκοιμήθη τὴν 6ην Φεβρουαρίου 1940.
Ἡ φωτογραφία του βρίσκεται εἰς τὰ ἀριστερὰ.
Τὴν 29ην Ἰουνίου 1926 ὁ Μητροπολίτης Ἀμερικῆς Πλάτων
(Ροζδεστβένσκι) καὶ ὁ Παρισίου Εὐλόγιος (Γεωργιέβσκι) ἐχώρησαν ἀπὸ
τὴν διοίκησιν τῆς Συνόδου τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου κ. Ἀντωνίου καὶ
ἐδημιούργησαν αὐτονόμους Μητροπόλεις Ἁμερικῆς καὶ Δυτικῆς Εὐρώπης.
Ὁ Μητροπολίτης Πλάτων ὑποτάχθηκε ἀργότερα στὴν διοίκησιν τῶν
Σεργιανιστῶν τῆς Ρωσίας ἐνῷ ὁ Μητροπολίτης Εὐλόγιος ὑποτάχθηκε στὸ
νεοημερολογίτικον Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Τὰ σχίσματα ταύτα
ἐλύθηκαν τὸ 1935 ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὴν κανονικὴν Σύνοδον τῶν
Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, ἀλλὰ πάλι ἐχώρησαν στὴν δεκαετίαν τοῦ 1950.
Τὴν 16ην Ἰουλίου 1927 ὁ Μητροπολίτης Νίζνι‐Νοβγοροδίου Σέργιος
(Στραγορόδσκι) τῆς Τυχονικῆς Συνόδου ἐντὸς Ρωσίας ἐδήλωσεν τὴν
γνωστὴν ἐκκλησιαστικήν του πρᾶξιν με τὴν ὁποῖαν ὑποδούλωσε τὴν
Ρωσικὴν Ἑκκλησίαν εἰς τὸ Κομμουνιστικὸν Σοβιετικὸν κρᾶτος. Ἡ πρᾶξις
ταύτη ὁδήγησε εἰς πολλὰς διαμαρτυρίας ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ρωσίας. Ὁ
Μητροπολίτης Κρουτίτσης Πέτρος (Πολιάνσκι), ὁ νόμιμος τοποτηρητὴς
τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τῆς Μόσχας, ἀπεκήρυξεν τὴν πρᾶξιν τοῦ
Σεργίου. Τὸ ἀποτέλεσμα ἤτο ἡ δημιουργία σχίσματος μεταξύ τῶν
Τυχονικῶν Ἐπισκόπων τῆς Ρωσίας εἰς Σεργιανιστὰς ὑπὸ τοῦ Νοβγοροδίου
Σεργίου καὶ Ἀντησεργιανιστὰς ὑπὸ τοῦ Κρουτίτσης κ. Πέτρου.
Τὴν 9ην Σεπτεμβρίου 1927 ὁ Μητροπολίτης κ. Ἀντώνιος καὶ οἱ
Ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἀπεκήρυξαν τὸν
Μητροπολίτην Σέργιον καὶ ἐξακολούθησαν νὰ μνημονεύουν τὸν
Μητροπολίτην Κρουτίτσης Πέτρον ὡς τοποτηρητὴν τοῦ Πατριαρχικοῦ
Θρόνου, ἐνῷ θεωρούσαν τὸν Μητροπολίτην Ἀντώνιον ὡς ἀντιπρόσωοπον
τοῦ Μητροπολίτου Πέτρου εἰς τὴν Διασπορὰν. Τοῦτο φαναιρώνει τὴν
πραγματικὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Κατακόμβων καὶ Διασπορᾶς. Αἱ
δύο διοικήσεις ἀποτελοῦσαν πάντοτε τὴν μία καὶ μόνη Ρωσικὴ Ἐκκλησία.
Τὴν 19ην Σεπτεμβρίου 1927 ἡ Ἱερᾶς Συνόδου ἐπὶ Μητροπολίτου κ.
Ἀντωνίου ἐπέβαλε ποινὴν ἀργίας εἰς τὸν Μητροπολίτην Ἀμερικῆς
Πλάτονα διότι οὔτος ἀπεσχίσθη ἐκ τοῦ κορμοῦ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας
τῆς Διασπορᾶς καὶ ἐδημιούρησε τοπικὸν σχῖσμα εἰς Ἁμερικὴν.
Τὴν 29ην Μαΐου 1928 ὁ Μητροπολίτης Σέργιος (Στραγορόδσκι),
ἡγέτης τοῦ Σεργιανιστικοῦ σχίσματος, ἐπέβαλε ἀντικανονικῶς ποινὴν
ἀργίας εἰς τὸν Μητροπολίτην Κιέβου κ. Ἀντώνιον καὶ ὅλους τοὺς
Ἐπισκόπους τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς.
Τὸ 1929 ὁ Μητροπολίτης Πεκίνου Ἰννοκέντιος (Φιγουρώβσκι) τῶν
Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, ἐξέδωσεν διαμαρτυρίαν ἔναντι τῶν διωγμῶν
οἴτινες ἀνήγειραν αἱ Διοικοῦσαι Ἐκκλησίαι Ἑλλάδος καὶ Ρουμανίας
ἔναντι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Γράφει: «Πρὸς ἄπαντα τὰ πιστὰ τέκνα
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως κρατήσουν σθεναρὰ τὸ Ὀρθόδοξον
Ἑορτολόγιον καὶ τὰς Παραδόσεις τῆς Ἁγίας Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἔχωμεν λάβει τὰ θλιβερὰ νέα διὰ τοὺς σκληροὺς διωγμοὺς οἴτινες
ὑφίστανται αὐτοὶ οἴτινες διαμένουν σθεναρὰ εἰς τὴν παράδοσιν τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὰ χέρια τῶν πρώην ἀδελφῶν των, οἴτινες, ὑπὸ
τὴν προστασίαν τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς, τολμοῦν νὰ καταπατήσουν καὶ
ἐμπαίξουν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας. Ἀποτελουμένοι ἀπὸ τοὺς Σοφιστὰς καὶ
«Illuminati» οἱ λύκοι ἐν ἐνδυμασίᾳ προβάτων, ἄνευ φόβου Θεοῦ, τολμοῦν
νὰ ἀναλάβουν τὴν διόρθωσιν τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ...
Ἀκόμα δὲν γνωρίζουν περὶ τὶ ὁμιλοῦν, καὶ δὲν καταλαμβαίνουν τί θέλουν
νὰ διορθώσουν. Ἀνέλαβαν τὴν μεταρρύθμισιν τοῦ ἡμερολογίου χωρὶς νὰ
γνωρίζουν τί ἐδημιούργησαν. Ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ Ὀρθόδοξον ἡμερολόγιό
μας σήμερον διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀστρονομικὴν ἀλήθεια καὶ ὡς ἐκ τούτου
εἶναι τάχα καὶρὸς νὰ περάσῃ τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον ὁποῦ
ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονας... Εἴναι δύσκολον νὰ καταλάβωμεν
ἐὰν πονηρῶς προσπαθοῦν νὰ εἰσαγάγουν τὴν ἀπάτη των μὲ αὐτὰ τὰ
μικρὰ θέματα τῆς πίστεως, ἣ ἄν ἐξ ἀγνοίας των ἡ ἀπάτη παραδόξως
ἐπαναλαμβάνεται. Ἀλλὰ εἶναι σαφὲς νὰ εἴπωμεν ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε εἰς
ἕνα ἀπὸ τοὺς ἱσχυρισμούς των καμμίαν ἀλήθειαν. Φανερώνουν ὅτι τὸ
Ὀρθόδοξον ἡμερολόγιον παρέμεινε 13 ἡμέρας πισοχωριμένο ἀπὸ τὸ
ἀληθινὸ ἡμερολόγιον διότι (σύμφονα μὲ τὸ Ὀρθόδοξον ἑορτολόγιον) ἡ
ἰσημερία πίπτει εἰς τὴν 8ην Μαρτίου ἐνῷ οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Πρώτης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπεφάσησαν ὅτι ἡ ἱσημερία πρέπει νὰ πίπτῃ
πάντα εἰς τὴν 21ην Μαρτίου, καὶ ὑποτίθεται ὁτι τοῦτο ἐχει διορθωθεῖ στὸ
Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο. Ἀλλὰ τοῦτο δέν μποροῦν νὰ ἀποδείξουν. Τὸ
πρωτότυπο τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν ἔχει διατηρηθεῖ καθὼς
καὶ στὸ Νομοκανονικὸν δὲν ὑπάρχει ἀπόφασις περὶ τῆς ἱσημερίας. Δὲν
διατηρήθηκαν ἐπίσης καὶ τὰ ἄλλα ἔγγραφα εἰς τὰ ὁποῖα τόσο πολύ
ἀναφέρουν οἱ νεοημερολογίται. Ἀλλὰ ἡ πλειοψηφία τῶν ἀποδείξεων διὰ
τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Πρῶτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπεφάσισεν νὰ διορίσῃ τὴν
ἡμερομηνία τῆς ἱσημερίας ὡς 21ην Μαρτίου, σχεδιάστηκαν ὡς πλαστὲς
παραποιήσεις τῶν Παπικῶν κατὰ τὸν 16ον αἰῶνα, προκειμένου νὰ ὑπάρξῃ
ὡς κανονικὸν θεμέλιον διὰ τὴν ἄσκοπον καὶ ἐπιζήμιον μεταρρύθμισιν τοῦ
ἡμερολογίου τὸ 1582. Ὥστε ὁ ἱσχυρισμὸς τῶν Νεοημερολογιτῶν ὅτι τὸ
Ὀρθόδοξον μας ἡμερολόγιον διαταράσσει τὰς ἀποφάσεις τῆς Πρώτης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν ἔχει καμμίαν βάσιν... Ὁλόκληρο τὸ σύστημα
τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας διαταράσσεται με τὴν μεταβολὴ στὸ νέον
ἡμερολόγιον, π.χ., εἰς τὸ παρῶν ἔτος τοῦ 1929 θὰ ἐξαφανισθεῖ τελείως ἡ
νηστεία τῶν Ἅγίων Ἀποστόλων. Μὲ τὸ νέον ἡμερολόγιον ἡ 29ην Ἰουνίου
πίπτει τὸ Σάββατον πρίν ἀπὸ τὴν ἐβδομάδα τῶν Ἁγίων Πάντων, κλπ...
Στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτα
χαμηλῆς ἀξίας, δὲν ὑπάρχει τίποτα ἄνευ
σημασίας, δεδομένου ὅτι εἰς κάθε ἔθιμο ὑπάρχει ἡ
προσωποποίησις τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ
ὁποίου ἡ Ἐκκλησία ζεῖ καὶ ἀναπνέει. Ὅποιος
τολμὰ νὰ παραχαράξῃ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας τῆς
Ἐκκλησίας τοὺς ἐπὶ τῇ Ἱερᾷ Παραδόσει καὶ τῇ
Ἁγίᾳ Γραφῇ βασιζομένους, ὑψώνεται ἔναντι τοῦ
Πνεύματος τοῦ Θεοῦ... Ὅποιος ἐναντιώνεται στὴν
Ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἶναι ἄξιος ἀναθεματισμοῦ.» Ὁ
Πεκίνου κ. Ἰννοκέντιος ἐκοιμήθη τὴν 28η Ἰουνίου
1931. Ἡ φωτογραφία του βρίσκετα στὰ ἀριστερὰ.
Τὸ 1929 ὁ πρώην καινοτόμος Ἐπίσκοπος Ἀχτήρας Σεραφείμ (Λιάδε),
ἐζήτησε ὅπως ἐνταχθῇ εἰς τὴν Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν τῆς Διασπορᾶς. Ἐνῶ
ἐχειροτονήθη τὴν 8η Σεπτεμβρίου 1923 εἰς τὸ Χάρκωβο τῆς Οὐκρανίας ὑπὸ
τοῦ καινοτόμου Μητροπολίτου Ποιμένος (Πεγκώφ), ἔγεινε δεκτὸς ὁ
Ἐπίσκοπος Σεραφείμ εἰς τὴν Σύνοδον τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς διὰ
μετανοίας. Ἐνεθρονίσθη ὡς Ἐπίσκοπος Μονάχου τῆς Βαυαρίας. Ὅταν ἡ
νεοημερολογιτικὴ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ἄρχησε βαρύ διωγμό ἐναντίον
τῶν παλαιοημερολογιτῶν Ρουμανίας, Μολδαβίας, Βεσσαραβίας καὶ
Βουκοβίνης, ἡ Σύνοδος τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἔστειλε τὸν Ἐπίσκοπο
Σεραφείμ εἰς Βεσσαραβίαν, ὅπου ἐνθάρρινε τοὺς παλαιοημερολογίτας καὶ
ἐχειροτόνησε διακόνους καὶ πρεσβυτέρους διὰ τὴν ἐξηπηρέτησιν τοῦ
λαοῦ. Εἴκοσι ἔτη ἀργότερον ἐχειροτόνησε μυστικῶς τὸν Ρουμάνο
Ἐπίσκοπο Βίκτωρα (Λέου), ὁ ὁποῖος ἐχειροτόνησε μόνος του τὸ 1967 τὸν
Ἐπίσκοπο Νήφων τοῦ νοτίου τμήματος τῶν
παλαιοημερολογιτῶν τῆς Ρουμανίας. Τὸ 1939,
ὁ Ἐπίσκοπος Σεραφείμ ἐνεθρονίσθη ὡς
Μητροπολίτης
Βερολίνου
καὶ
πάσης
Γερμανίας. Ὁ Μητροπολίτης Σεραφείμ
ἐχειροτόνησε ὡς ἱερείς τὸν π. Γεῶργιον
Γκράμπε (πρωτοσύγκελλον τῆς Συνόδου) καὶ
τὸν π. Βιτάλιο Οὐστῖνωφ (μετέπειτα Πρόεδρο
τῆς Συνόδου). Τὴν 1η Σεπτεμβρίου 1950, ὁ
Μητρ. Σεραφείμ ἀπεβίωσε μαρτυρικῶς (δύο
πράκτορες τὸν ἔσπρωξαν κάτω ἀπὸ τὰς
σκάλας τοῦ γραφείου του καὶ τὸν
ἐπυροβόλησαν δύο φορὰς εἰς τὴν κεφαλὴν). Ἡ
φωτογραφία του βρίσκεται εἰς τὰ δεξιά.
Τὴν 18ην Δεκεμβρίου 1931 ὁ Μητροπολίτης Κιέβου Ἀντώνιος καὶ ἡ
Σύνοδος τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἐξέδωσαν τὴν ἀκόλουθον ἐπίσημον
καταγγελίαν ἐναντίον τῆς εἰσαγογῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου: «Ἡ
εἰσαγωγὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου ὑπὸ τῶν μερικῶν αὐτοκεφάλων
Ἐκκλησιῶν ἄνευ συμφωνίας συμπάσης τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι ἀταξία,
σχῖσμα, καὶ ἐπανάστασις ἐπὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἔθη καὶ εἰς τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα, καὶ ἀνόητος συγκατάβασις τῷ Παπισμῷ καὶ τοῖς Μασώνοις.»
(Καταγγελία τῆς Συνόδου, 18.12.1931. Ἰδέ: «Ἡ Ἀπολογία τῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει
ζηλωτῶν πατέρων...» σελ. 17, Ἀθῆναι 1934, ὡς καὶ περιοδικὸν:
«Ἐκκλησιαστικαὶ ἐπαγγελίαι» τοῦ ἔτους 1931).
Τὴν 18ην Δεκεμβρίου 1931 ὁ Μητροπολίτης Κιέβου Ἀντώνιος καὶ ἡ
Σύνοδος τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἐκαταδίκασαν τὴν προτεσταντικῆς
ἐλεύσεως παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τοιοῦτως: «Διατηροῦσα τὴν
πίστην εἰς Μίαν Ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, ἡ
ROCORHistoricConfession.pdf (PDF, 3.33 MB)
Use the permanent link to the download page to share your document on Facebook, Twitter, LinkedIn, or directly with a contact by e-Mail, Messenger, Whatsapp, Line..
Use the short link to share your document on Twitter or by text message (SMS)
Copy the following HTML code to share your document on a Website or Blog